πολυμερή — Προϊόντα που προκύπτουν από την ένωση δύο ή περισσότερων μορίων μονομοριακών ενώσεων. Συνήθως η ένωση δύο, τριών ή τεσσάρων μορίων δηλώνεται, αντίστοιχα, με τους όρους «διμερή», «τριμερή», «τετραμερή» κλπ., ενώ η ονομασία πολυμερή (ακόμα και… … Dictionary of Greek
ελαστομερή — Πολυμερή, συνήθως συνθετικά, που έχουν τις βασικές ιδιότητες του βουλκανισμένου καουτσούκ. Ανάμεσα στα πρώτα συνθετικά ε. ήταν το πολυχλωροπρένιο, το συμπολυμερές στυρόλιο βουταδιένιο και το πολυσουλφίδιο του νατρίου. Αργότερα, παρασκευάστηκαν… … Dictionary of Greek
πλαστικές ύλες — Οργανικές ενώσεις με υψηλό μοριακό βάρος, αδιάλυτες στο νερό, στερεές στη συνηθισμένη θερμοκρασία, οι οποίες χαρακτηρίζονται ανάλογα με τη δυνατότητα επεξεργασίας τους με την τεχνική των εκμαγείων και της συμπίεσης. Οι πλαστικές ύλες μπορούν να… … Dictionary of Greek
μακρομόρια ή μεγαλομοριακές ενώσεις — Μόρια τα οποία αποτελούνται από πολύ μεγάλο αριθμό ατόμων, που ποικίλλει από μερικά εκατομμύρια έως ένα δισεκατομμύριο· οι διαστάσεις των μ. είναι σημαντικά μεγαλύτερες από εκείνες των συνηθισμένων μορίων και το γεγονός αυτό δικαιολογεί την… … Dictionary of Greek
σιλικόνες — Γενική ονομασία μιας ομάδας οργανο πυριτικών υψηλο πολυμερών ενώσεων η οποία, από άποψη δομής, βασίζεται σ’ ένα σκελετό σχηματισμένο με δεσμούς πυρίτιο οξυγόνο και πυρίτιο άνθρακας. Ανάλογα με τα χρησιμοποιούμενα αρχικά μονομερή και τις συνθήκες… … Dictionary of Greek
πολυμερής — ές, ΝΜΑ αυτός που απαρτίζεται από πολλά μέρη νεοελλ. 1. αυτός που ασχολείται με πολλά («πολυμερές ενδιαφέρον») 2. αυτός που έχει επίδοση σε πολλούς τομείς τής γνώσης («πολυμερής κατάρτιση») 3. χημ. αυτός που έχει προκύψει από πολυμερισμό… … Dictionary of Greek
κολλοειδή — Διαλύματα που χαρακτηρίζουν μία ορισμένη κατάσταση της ύλης, η οποία ορίζεται από την ύπαρξη σωματιδίων με μεγάλη επιφάνεια ανά μονάδα όγκου ή ανά μονάδα μάζας. Ο όρος αυτός αναφέρεται σε οποιαδήποτε ουσία, ανεξάρτητα από τη χημική σύσταση, τη… … Dictionary of Greek
полиме́ры — ов, мн. (ед. полимер, а, м.). физ., хим. Вещества, молекулы которых построены в виде цепочек, состоящих из многократно повторяющихся звеньев; высокомолекулярные соединения. Природные полимеры (каучук, целлюлоза, белки, смолы и др.). Синтетические … Малый академический словарь
ESC 1989 — 34. Eurovision Song Contest Datum 6. Mai 1989 Austragungsland Schweiz Austragungsort Palais de Beaulieu Lausanne M … Deutsch Wikipedia
Eurovision Song Contest 1989 — 34. Eurovision Song Contest Datum 6. Mai 1989 Austragungsland Schweiz … Deutsch Wikipedia